ἤρανος

ἤρανος
ἤρᾰνος, ,
A keeper,

μήλων A.R.2.513

;

Ἡσίοδος πάσης ἤ. ἱστορίης Hermesian.7.22

; Μουσαῖος Χαρίτων ἤ. ib.16;

ἤραν' ἁλίων μυχῶν Simm.13

; glossed by βασιλεὺς ἢ βοηθός, EM436.28, cf. Hsch.: [full] ἠραϝέων· βοηθῶν, χαριζόμενος, Id. (Cf.

ἐπιήρανος 11

.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… …   Dictionary of Greek

  • ἤρανος — keeper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρανε — ἤρανος keeper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρανον — ἤρανος keeper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤραν' — ἤρανε , ἤρανος keeper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”