- ἤρανος
- ἤρᾰνος, ὁ,A keeper,
μήλων A.R.2.513
;Ἡσίοδος πάσης ἤ. ἱστορίης Hermesian.7.22
; Μουσαῖος Χαρίτων ἤ. ib.16;ἤραν' ἁλίων μυχῶν Simm.13
; glossed by βασιλεὺς ἢ βοηθός, EM436.28, cf. Hsch.: [full] ἠραϝέων· βοηθῶν, χαριζόμενος, Id. (Cf.ἐπιήρανος 11
.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.